- βραστερός
- η , ό легко разваривающийся, разваристый (о мясе, фасоли и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραστερός — ή, ό [βραστός] 1. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα, γρήγορα 2. (για ψωμί) ζεστός ακόμη από τον φούρνο … Dictionary of Greek
βραστερός — ή, ό αυτός που βράζει εύκολα, ο ευκολόβραστος: Τα φασόλια ήταν βραστερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέψανος — η, ο (Α ἀνέψανος, ον) νεοελλ. ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια) αρχ. ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»] … Dictionary of Greek
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek
ευτακής — εὐτακής, ές (Α) 1. αυτός που τήκεται εύκολα 2. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα και γρήγορα, ο βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τακής (< ε τάκ ην, αόρ. β τού τήκω)] … Dictionary of Greek
εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… … Dictionary of Greek
κάλοψος — η, ο, θηλ. και ος, και καλόψανος, η, ο (για εδώδιμα που βράζουν ή ψήνονται και ιδίως για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα, βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κάλοψος < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + ἕψω «ψήνω», ενώ ο τ. καλόψανος < καλ(ο) * (< επίρρ … Dictionary of Greek
καλοβράζω — 1. βράζω κάτι εντελώς («είναι καλοβρασμένο το κρέας») 2. βράζω εύκολα, είμαι βραστερός … Dictionary of Greek
καλόβραστος — η, ο αυτός που βράζει εύκολα και γρήγορα, ο βραστερός … Dictionary of Greek
καλόψητος — η, ο αυτός που ψήνεται ή βράζει καλά, βραστερός, ευκολόβραστος … Dictionary of Greek